- φθερῶ
- φθείρωdestroyfut ind act 1st sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αλιφθερώ — ἁλιφθερῶ ( όω) (Α) καταστρέφω με ναυάγιο ή απλώς καταστρέφω. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντί ἁλιφθυρῶ (πρβλ. ἁλιφθόρος), πιθ. από ετυμολ. επίδραση τύπων τού φθείρω (πρβλ. φθερῶ)] … Dictionary of Greek